- μυκητίναις
- μυκήτινοςmade of mushroomsfem dat pl
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Καυλομύκητες — Καυλομύκητες, οἱ (Α) πλαστή κωμική ονομασία έθνους («Καυλομύκητες, ὅτι ἀσπίσι μὲν μυκητίναις ἐχρῶντο, δόρασι δὲ καυλίνοις», Λουκιαν.). [ΕΤΥΜΟΛ. < καυλός «βλαστός» + μύκης με σημ. «στρογγυλός»] … Dictionary of Greek
μυκήτινος — μυκήτινος, ίνη, ον (Α) κατασκευασμένος από μύκητες («ἀσπίσι μυκητίναις ἐχρῶντο», Λουκιαν.). [ΕΤΥΜΟΛ. < μύκης, ητος + κατάλ. ινος] … Dictionary of Greek